ἀγριωπός — wild looking masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγριωπός — ή, ό αυτός που έχει άγρια όψη: Μπήκε στο σπίτι αγριωπός κι άρχισε τις παρατηρήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγριωπόν — ἀγριωπός wild looking masc/fem acc sg ἀγριωπός wild looking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριωποῦ — ἀγριωπός wild looking masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριωπούς — ἀγριωπός wild looking masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριωπῷ — ἀγριωπός wild looking masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek
αγριοφέρνω — φαίνομαι άγριος, αγριωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. άγριος + φέρνω] … Dictionary of Greek
αγριούτσικος — η και ια, ο ο λίγο άγριος, αγριωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγρια + υποκορ. κατάληξη ούτσικος] … Dictionary of Greek
αντωπός — ἀντωπός, όν (Α) 1. αυτός που βρίσκεται απέναντι, αντικρυστά με κάποιον 2. όμοιος 3. φρ. «ὄψεως ἀντωπά» το μπροστινό μέρος του προσώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + ωπός < ωψ, ωπός < *ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. αγριωπός, αρρενωπός κ.ά.)] … Dictionary of Greek